-
1 антикварный
-
2 антикварный
антиквар||ныйприл τοῦ ἀρχαιοπώλου:\антикварныйный магазин τό ἀρχαιοπωλεῖο, τό παλαιοπωλείο.
См. также в других словарях:
μπεζεστένι — το (Μ μπεζεστένι και μπεζεστένιν και πεζεστάνιον και πεζεστένι) μεγάλη σκεπαστή αγορά με πολλά εμπορικά καταστήματα («κάτω στους κάμπους τους πλατιούς, κάτω στα μπεζεστένια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < όψιμο μσν. πεζεστένι < τουρκ bezesten… … Dictionary of Greek