Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το αρχαιοπωλείο

См. также в других словарях:

  • μπεζεστένι — το (Μ μπεζεστένι και μπεζεστένιν και πεζεστάνιον και πεζεστένι) μεγάλη σκεπαστή αγορά με πολλά εμπορικά καταστήματα («κάτω στους κάμπους τους πλατιούς, κάτω στα μπεζεστένια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < όψιμο μσν. πεζεστένι < τουρκ bezesten… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»